σειρά

σειρά
σειρά
Grammatical information: f.
Meaning: `cord, rope, snare, lasso' (Il.).
Other forms: Ion. -ρή (Dor. σηρά gramm.).
Compounds: Some compp.: σειρα-φόρος, Ion. -ρη- (ἵππος) m. `rope-horse, trace-horse' (Hdt., A., Ar.), παρά-σειρος prop. "having a rope aside", `walking by the siderope, situated on the side, sidehorse', metaph. `companion' (E. in lyr., X., Poll. a. o.).
Derivatives: σειραῖος `equipped with a rope, walking by the rope' (= σειραφόρος; S., E., D.H. a.o.); σειράω `to tie or to pull with a rope' (Phot.); ἀνα-σειράζω `to pull backwards (with a rope)' (E., A. R. a.o.); also σειρ-ωτός `girded with a cord' (Sm., Thd.), -όω `to gird, to hem' (Dosith.), -ωσις (Phot.). Dimin. σειρίς f. (X.); σερίδες (for -ει-?) σειραί, σερί\<ς\> ζωστήρ H.; σειράδιον n. (Eust.).
Origin: IE [Indo-European] [1101] *tu̯er- `grasp, seize, fence in'
Etymology: Since Bezzenberger BB 12, 240 usu. connected with Lith. tveriù, tvérti `grasp, fence in' (s. σορός) and as "the seizing" explained (Solmsen Wortforsch. 127); basis *tu̯er-i̯ā (Bechtel Lex. s.v. [asking] *tu̯ersā ?); on the phonetics Forbes Glotta 36, 246. Semant. without doubt better with Fick, Curtius a. o., also Pisani Ist. Lomb. 73 : 2, 26 to εἴρω `order, connect', Lat. serō etc., in which case however (in spite of Pisani) σ- remains unexplained. Hitt. turii̯a- `harness, hitch to', by Duchesne-Guillemin Trans. Phil. Soc. 1946, 50, Risch by Mayrhofer Sprache 10, 197 and IF 70, 253 a.o. adduced, belongs acc. to Sommer Sprache 1,162 rather to Skt. dhur- `hitching' (reserved Kronasser Etymologie 1, 499).
Page in Frisk: 2,687

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σειρά — σειρά̱ , σειρά cord fem nom/voc/acc dual σειρά̱ , σειρά cord fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σειρᾷ — σειρά cord fem dat sg (attic doric aeolic) σειράω bind pres subj mp 2nd sg σειράω bind pres ind mp 2nd sg (epic) σειράω bind pres subj act 3rd sg σειράω bind pres ind act 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σειρά — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. σειρή, και δωρ. τ. σηρά, Α νεοελλ. 1. αλληλουχία πραγμάτων, συμβάντων, καταστάσεων ή όρων κατά ορισμένη τάξη (α. «σειρά αριθμών» β. «σειρά κατευθυνόμενων ενεργειών» γ. «αλφαβητική σειρά») 2. συνεχής παράταξη ομοειδών πραγμάτων …   Dictionary of Greek

  • σειρά — η 1. ορισμένη διάταξη πραγμάτων ή γεγονότων: Χρονολογική σειρά. – Μας τα διηγήθηκε όλα με τη σειρά. – Μπήκαν όλοι στη σειρά και περίμεναν. 2. στίχος, αράδα: Μας έδωσε δέκα σειρές για ορθογραφία. 3. σύνολο ομοειδών πραγμάτων: Σειρά βιβλίων. – Μου… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σειρᾶ — σειράω bind pres subj act 1st sg (doric aeolic) σειράω bind pres ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κούλμια σειρά — Σειρά στρωμάτων που αναπτύσσεται γύρω από τα σχιστολιθικά όρη της περιοχής του Ρήνου και αντιστοιχεί προς τη δινάντιο σειρά ή την κατώτερη λιθανθρακοφόρο υποδιάπλαση του παλαιοζωικού αιώνα. Τα στρώματα της κ.σ. είναι θαλασσογενή, αποτελούνται… …   Dictionary of Greek

  • εμσέριος σειρά — Μία από τις πέντε σειρές στρωμάτων στις οποίες υποδιαιρείται η ανώτερη κρητιδική ή νεοκρητιδική υποδιάπλαση. Χαρακτηριστικά της πετρώματα είναι οι γλαυκονιτικές, ασβεστολιθικές ή αργιλώδεις μάργες, που συναντώνται ιδιαίτερα στην περιοχή του… …   Dictionary of Greek

  • στίχος — Σειρά από συλλαβές με μεταβλητό αριθμό, ρυθμικά τακτοποιημένες κατά αρμονικές περιόδους. Ο ρυθμός που προκύπτει οφείλεται στην κατάλληλη εναλλαγή ισχυρών (άρση) και ασθενών χρόνων (θέση), που μπορεί να γίνει ή με το ποσοτικό (προσωδιακό) σύστημα …   Dictionary of Greek

  • οικονομικός κύκλος — Σειρά εναλλασσόμενων φάσεων ανάπτυξης και συστολής της οικονομικής δραστηριότητας από άποψη κέρδους και απασχόλησης. Για πρώτη φορά στην οικονομική φιλολογία διατύπωσε σκέψεις σχετικά με τον ο.κ., το 1828, ο Ουίλαρντ Φίλιπς· μόνο όμως το 1860… …   Dictionary of Greek

  • εμπλουτισμός — Σειρά ενεργειών οι οποίες ασκούνται σε ένα μείγμα για να αυξηθεί το επί τοις % ποσό της χρήσιμης ουσίας, με σκοπό να γίνει δυνατή η εξαγωγή της με τις πιο απλές και οικονομικές μεθόδους. Οι πιο αξιοσημείωτοι ε. είναι οι σχετικοί με τα ορυκτά, που …   Dictionary of Greek

  • ακτινίδες — Σειρά σπάνιων γαιών, που στο περιοδικό σύστημα ακολουθεί το ακτίνιο και από αυτό παίρνει την ονομασία της. Τα νέα στοιχεία, όλα ραδιενεργά, μερικά από τα οποία υπάρχουν στη φύση (θόριο, ουράνιο) και άλλα είναι προϊόντα του εργαστηρίου, είναι αυτά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”